Ετυμολογία

επεξεργασία
εν ανάγκη < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀνάγκῃ (δοτική ενικού του ἀνάγκη)  δείτε τις λέξεις εν και ανάγκη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

εν ανάγκη

  • (λόγιο) στη δύσκολη στιγμή, σε περίπτωση ανάγκης, αν είναι απαραίτητο και χρειαστεί.
      Άφησε να εννοηθεί ότι δεν θα εμποδίσει τον κόσμο να ψηφίσει αν δει ότι υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθούν σοβαρά επεισόδια, πηγαίνοντας εν ανάγκη κόντρα στη σχετική δικαστική εντολή. (* Εφημερίδα των Συντακτών)

Μεταφράσεις

επεξεργασία