πάση δυνάμει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάση δυνάμει < (καθαρεύουσα ) πάσῃ δυνάμει (δοτική ενικού του πᾶσα δύναμις) → δείτε τις λέξεις πάσα και δύναμη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαπάση δυνάμει (λόγιο)
- με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, με κάθε δυνατό τρόπο
- (ναυτικός όρος) με όλη την ισχύ των μηχανών
- ↪ πρόσω ολοταχώς πάση δυνάμει.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πάση δυνάμει
|