Ετυμολογία

επεξεργασία
επί πληρωμή < (καθαρεύουσα ) ἐπί (επί), πληρωμῇ (δοτική ενικού του πληρωμή)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

επί πληρωμή

  • (λόγιο, οικονομία) όχι δωρεάν, με χρηματικό αντάλλαγμα, με πληρωμή
      θα δεχτεί να το κάνει αλλά μόνο επί πληρωμή
      η ιστοσελίδα θα διατίθεται στο εξής επί πληρωμή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία