εν αταξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν αταξία < (καθαρεύουσα ) ἐν ἀταξίᾳ (δοτική ενικού του ἀταξία) → δείτε τις λέξεις εν και αταξία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν αταξία
- (παρωχημένο, λόγιο) σε αταξία, άτακτα, ασυντόνιστα,
- ⮡ με την κατάρρευση του μετώπου της Μικράς Ασίας, τον Αύγουστο του 1922, οι ελληνικές μονάδες βρέθηκαν εν αταξία, αδυνατώντας εφαρμογή τακτικής υποχώρησης και ανασυγκρότησης, με συνέπεια ν΄ ακολουθήσει άτακτη φυγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία εν αταξία
|