άτακτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ta.kta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐τα‐κτα
Επίρρημα
επεξεργασία
άτακτα (τροπικό επίρρημα)
- χωρίς τάξη
- ⮡ υποχώρησαν άτακτα
- ≈ συνώνυμα: ανομοιόμορφα
- ≠ αντώνυμα: → δείτε τις λέξεις ομοιόμορφα, συντονισμένα και οργανωμένα
- κάνοντας αταξίες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άτακτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
άτακτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του άτακτο, ουδέτερο του άτακτος