Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν δράσει < (καθαρεύουσα) ἐν, δράσει (δοτική ενικού του δρᾶσις) → δείτε τις λέξεις εν και δράση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν δράσει

  Μεταφράσεις επεξεργασία