επ' αγκύρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επ' αγκύρα < (καθαρεύουσα ) ἐπί, ἀγκύρᾳ (δοτική ενικού του ἄγκυρα) → δείτε τις λέξεις επί και άγκυρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεπ' αγκύρα
- (ναυτικός όρος, λόγιο) σε αγκυροβολία, αγκυροβολημένος
- ⮡ τα περιθώρια ασφαλείας για στροφή πλοίου επ΄ αγκύρα θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη υπολογίζοντας το μήκος της καδένας