εν συγκρίσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν συγκρίσει < (καθαρεύουσα ) ἐν, συγκρίσει (δοτική ενικού του σύγκρισις) → δείτε τις λέξεις εν και σύγκριση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν συγκρίσει
- (λόγιο) σε σύγκριση με κάτι, ή προς κάτι σχετικό.
- ↪ Σε επιτυχείς κατασβέσεις πυρκαγιάς οι τυχόν απώλειες αγαθών εν συγκρίσει με διασωθέντα κρίνονται πάντα αμελητέες.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εν συγκρίσει
|