↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
συγκρῐσῐ-, συγκρῐσε-
ονομαστική σύγκρισῐς αἱ συγκρίσεις
      γενική τῆς συγκρίσεως τῶν συγκρίσεων
      δοτική τῇ συγκρίσει ταῖς συγκρίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύγκρισῐν τὰς συγκρίσεις
     κλητική ! σύγκρισῐ συγκρίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκρίσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκρισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύγκρισις < συγκρί(νω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + κρίσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύγκρισις, -εως θηλυκό

  1. συνδυασμός, συνένωση, ανάμειξη, κράση
  2. σύγκριση, αντιπαραβολή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)