Ετυμολογία

επεξεργασία
επ' ονόματι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπ' ὀνόματι[1] → δείτε  επί, επ' & δοτική ενικού ονόματι (αρχαία ελληνική ὀνόματι) του όνομα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ep‿oˈnomati/

  Έκφραση

επεξεργασία

επ' ονόματι + γενική όπως: κάποιου (επίσημο, λόγιο, σε επίσημα έγγραφα)

  • με το όνομα εκείνου που τον αφορά (στο όνομα κάποιου), σε όφελος ή εις βάρος κάποιου[1] (συνήθως σε επίσημα έγγραφα όπως τίτλων ιδιοκτησίας)[2] έχοντας επίπτωση σ' αυτόν που έχει αυτό το όνομα
    ⮡  Το ένταλμα εκδόθηκε επ' ονόματι του προέδρου του συλλόγου. (δηλαδή, εκδόθηκε ένταλμα εναντίον του)
    ⮡  Το πρόστιμο εκδόθηκε επ' ονόματι της συζύγου σας που είναι η ιδιοκτήτρια, αλλά η βεβαίωση του επιδόματος εκδόθηκε επ' ονόματί σας, κύριε Χπουλε. (δηλαδή, η σύζυγος έχει πρόστιμο αλλά εκείνος λαμβάνει επίδομα)
    ⮡  Το ακίνητο μεταγράφτηκε στο υποθηκοφυλακείο επ' ονόματί σας.
    ⮡  Η τραπεζική επιταγή θα εκδοθεί επ' ονόματί μου και στη συνέχεια θα την οπισθογραφήσω και θα την καταθέσω στο λογαριασμό της εταιρείας που μου υποδείξατε για να λάβει τα χρήματα. (δηλαδή, έχω εγώ το δικαίωμα να χρησιμοποιήσω αυτήν την τραπεζική επιταγή, όπως θέλω: είτε να την οπισθογραφήσω και να την παραδώσω, είτε να μην το κάνω, και να την καταθέσω σε δικό μου λογαριασμό.)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

αρχαία ελληνικά:

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 όνομα, 9)ἐπ' ὀνόματί τινος, 10) επί βιβίλων ακινήτων σελ.5160α -  Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
  2. όνομα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)