οπισθογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οπισθογραφώ < οπισθογράφηση, οπισθο-(-γράφηση) + -γραφώ (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.pi.sθo.ɣɾaˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθο‐γρα‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίαοπισθογραφώ, αόρ.: οπισθογράφησα, παθ.φωνή: οπισθογραφούμαι, π.αόρ.: οπισθογραφήθηκα, μτχ.π.π.: οπισθογραφημένος
- (οικονομία) δηλώνω πως μεταβιβάζω σε κάποιον άλλο το δικαίωμα είσπραξης μιας επιταγής (ή άλλου σχετικού τίτλου), (υπο)γράφοντας στο πίσω μέρος του σχετικού εγγράφου
Συγγενικά
επεξεργασία- οπισθογραφημένος
- οπισθογράφηση
- οπισθόγραφος
- → δείτε τις λέξεις όπισθεν, πίσω και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οπισθογραφώ | οπισθογραφούσα | θα οπισθογραφώ | να οπισθογραφώ | οπισθογραφώντας | |
β' ενικ. | οπισθογραφείς | οπισθογραφούσες | θα οπισθογραφείς | να οπισθογραφείς | ||
γ' ενικ. | οπισθογραφεί | οπισθογραφούσε | θα οπισθογραφεί | να οπισθογραφεί | ||
α' πληθ. | οπισθογραφούμε | οπισθογραφούσαμε | θα οπισθογραφούμε | να οπισθογραφούμε | ||
β' πληθ. | οπισθογραφείτε | οπισθογραφούσατε | θα οπισθογραφείτε | να οπισθογραφείτε | οπισθογραφείτε | |
γ' πληθ. | οπισθογραφούν(ε) | οπισθογραφούσαν(ε) | θα οπισθογραφούν(ε) | να οπισθογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οπισθογράφησα | θα οπισθογραφήσω | να οπισθογραφήσω | οπισθογραφήσει | ||
β' ενικ. | οπισθογράφησες | θα οπισθογραφήσεις | να οπισθογραφήσεις | οπισθογράφησε | ||
γ' ενικ. | οπισθογράφησε | θα οπισθογραφήσει | να οπισθογραφήσει | |||
α' πληθ. | οπισθογραφήσαμε | θα οπισθογραφήσουμε | να οπισθογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | οπισθογραφήσατε | θα οπισθογραφήσετε | να οπισθογραφήσετε | οπισθογραφήστε | ||
γ' πληθ. | οπισθογράφησαν οπισθογραφήσαν(ε) |
θα οπισθογραφήσουν(ε) | να οπισθογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οπισθογραφήσει | είχα οπισθογραφήσει | θα έχω οπισθογραφήσει | να έχω οπισθογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις οπισθογραφήσει | είχες οπισθογραφήσει | θα έχεις οπισθογραφήσει | να έχεις οπισθογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει οπισθογραφήσει | είχε οπισθογραφήσει | θα έχει οπισθογραφήσει | να έχει οπισθογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οπισθογραφήσει | είχαμε οπισθογραφήσει | θα έχουμε οπισθογραφήσει | να έχουμε οπισθογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε οπισθογραφήσει | είχατε οπισθογραφήσει | θα έχετε οπισθογραφήσει | να έχετε οπισθογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οπισθογραφήσει | είχαν οπισθογραφήσει | θα έχουν οπισθογραφήσει | να έχουν οπισθογραφήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οπισθογραφούμαι | οπισθογραφούμουν | θα οπισθογραφούμαι | να οπισθογραφούμαι | ||
β' ενικ. | οπισθογραφείσαι | οπισθογραφούσουν | θα οπισθογραφείσαι | να οπισθογραφείσαι | ||
γ' ενικ. | οπισθογραφείται | οπισθογραφούνταν | θα οπισθογραφείται | να οπισθογραφείται | ||
α' πληθ. | οπισθογραφούμαστε | οπισθογραφούμασταν οπισθογραφούμαστε |
θα οπισθογραφούμαστε | να οπισθογραφούμαστε | ||
β' πληθ. | οπισθογραφείστε | οπισθογραφούσασταν οπισθογραφούσαστε |
θα οπισθογραφείστε | να οπισθογραφείστε | οπισθογραφείστε | |
γ' πληθ. | οπισθογραφούνται | οπισθογραφούνταν | θα οπισθογραφούνται | να οπισθογραφούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οπισθογραφήθηκα | θα οπισθογραφηθώ | να οπισθογραφηθώ | οπισθογραφηθεί | ||
β' ενικ. | οπισθογραφήθηκες | θα οπισθογραφηθείς | να οπισθογραφηθείς | οπισθογραφήσου | ||
γ' ενικ. | οπισθογραφήθηκε | θα οπισθογραφηθεί | να οπισθογραφηθεί | |||
α' πληθ. | οπισθογραφηθήκαμε | θα οπισθογραφηθούμε | να οπισθογραφηθούμε | |||
β' πληθ. | οπισθογραφηθήκατε | θα οπισθογραφηθείτε | να οπισθογραφηθείτε | οπισθογραφηθείτε | ||
γ' πληθ. | οπισθογραφήθηκαν οπισθογραφηθήκαν(ε) |
θα οπισθογραφηθούν(ε) | να οπισθογραφηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω οπισθογραφηθεί | είχα οπισθογραφηθεί | θα έχω οπισθογραφηθεί | να έχω οπισθογραφηθεί | οπισθογραφημένος | |
β' ενικ. | έχεις οπισθογραφηθεί | είχες οπισθογραφηθεί | θα έχεις οπισθογραφηθεί | να έχεις οπισθογραφηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει οπισθογραφηθεί | είχε οπισθογραφηθεί | θα έχει οπισθογραφηθεί | να έχει οπισθογραφηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε οπισθογραφηθεί | είχαμε οπισθογραφηθεί | θα έχουμε οπισθογραφηθεί | να έχουμε οπισθογραφηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε οπισθογραφηθεί | είχατε οπισθογραφηθεί | θα έχετε οπισθογραφηθεί | να έχετε οπισθογραφηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν οπισθογραφηθεί | είχαν οπισθογραφηθεί | θα έχουν οπισθογραφηθεί | να έχουν οπισθογραφηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι οπισθογραφημένος - είμαστε, είστε, είναι οπισθογραφημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν οπισθογραφημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν οπισθογραφημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι οπισθογραφημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι οπισθογραφημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι οπισθογραφημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι οπισθογραφημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οπισθογραφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας