Δείτε επίσης: πανστρατιᾷ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pan.stɾaˈti̯a/ & /pan.stɾaˈtça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παν‐στρα‐τι‐ά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανστρατιά οι πανστρατιές
      γενική της πανστρατιάς των πανστρατιών
    αιτιατική την πανστρατιά τις πανστρατιές
     κλητική πανστρατιά πανστρατιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πανστρατιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανστρατιά (όλος ο στρατός) < πᾶς (παν-) + στρατιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανστρατιά θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) η στρατιωτική επιχείρηση που γίνεται με όλο τον στρατό
  2. (μεταφορικά) η συστηματική κινητοποίηση όλων για κάποιο σκοπό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πανστρατιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανστρατιᾷ (με όλο τον στρατό), επιρρηματική δοτική ενικού του πανστρατιά

  Επίρρημα επεξεργασία

πανστρατιά θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) με στρατιωτική επιχείρηση που γίνεται με όλο τον στρατό
  2. (μεταφορικά) με συστηματική κινητοποίηση όλων για κάποιο σκοπό
     συνώνυμα: → δείτε σύσσωμος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πανστρατιᾱ́ αἱ πανστρατιαί
      γενική τῆς πανστρατιᾶς τῶν πανστρατιῶν
      δοτική τῇ πανστρατι ταῖς πανστρατιαῖς
    αιτιατική τὴν πανστρατιᾱ́ν τὰς πανστρατιᾱ́ς
     κλητική ! πανστρατιᾱ́ πανστρατιαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πανστρατιᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πανστρατιαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανστρατιά < πᾶς (παν-) + στρατιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανστρατιά θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία