πανστρατιά
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανστρατιά | οι | πανστρατιές |
γενική | της | πανστρατιάς | των | πανστρατιών |
αιτιατική | την | πανστρατιά | τις | πανστρατιές |
κλητική | πανστρατιά | πανστρατιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πανστρατιά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πανστρατιᾷ (με όλο τον στρατό), επιρρηματική δοτική ενικού του πανστρατιά < πᾶς (παν-) + στρατιά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pan.stɾaˈti̯a/ και /pan.stɾaˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παν‐στρα‐τι‐ά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πανστρατιά θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) η στρατιωτική επιχείρηση που γίνεται με όλο τον στρατό
- (μεταφορικά) η συστηματική κινητοποίηση όλων για κάποιο σκοπό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πανστρατιά
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πανστρατιά θηλυκό
- (στρατιωτικός όρος) με στρατιωτική επιχείρηση που γίνεται με όλο τον στρατό
- (μεταφορικά) με συστηματική κινητοποίηση όλων για κάποιο σκοπό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πανστρατιά
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πανστρατιᾱ́ | αἱ | πανστρατιαί |
γενική | τῆς | πανστρατιᾶς | τῶν | πανστρατιῶν |
δοτική | τῇ | πανστρατιᾷ | ταῖς | πανστρατιαῖς |
αιτιατική | τὴν | πανστρατιᾱ́ν | τὰς | πανστρατιᾱ́ς |
κλητική ὦ! | πανστρατιᾱ́ | πανστρατιαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πανστρατιᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πανστρατιαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πανστρατιά θηλυκό
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πανστρατιά» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πανστρατιά» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.