πανστρατιᾷ
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πανστρατιᾷ < δοτική ενικού του πανστρατιά < πᾶς + στρατός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stratos < *sterh₃- (αναπτύσσω, (επ)εκτείνω)
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πανστρατιᾷ
- (στρατιωτικός όρος) με όλο τον στρατό, πανστρατιά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
πανστρατιᾷ
- δοτική ενικού του πανστρατιά
ΠηγέςΕπεξεργασία
- πανστρατιᾷ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πανστρατιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.