ἔρυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἔρυμᾰ | τὰ | ἐρύμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἐρύμᾰτος | τῶν | ἐρυμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἐρύμᾰτῐ | τοῖς | ἐρύμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἔρυμᾰ | τὰ | ἐρύμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἔρυμᾰ | ἐρύμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐρύμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐρυμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἔρυμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἔρυμα ουδέτερο
- φρούριο, κάστρο, οχύρωμα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 467 (466-467)
- ἀλλὰ δῆτ᾽ ἰὼν | πρὸς ἔρυμα Τρώων,
- Ή να χυθώ στων Τρώων | τα κάστρα απάνου,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 55.3
- ἐν τούτῳ δὲ ὁ Πεδάριτος αὐτός τε καὶ τὸ περὶ αὑτὸν ἐπικουρικὸν ἔχων καὶ τοὺς Χίους πανστρατιᾷ προσβαλὼν τῶν Ἀθηναίων τῷ περὶ τὰς ναῦς ἐρύματι αἱρεῖ τέ τι αὐτοῦ καὶ νεῶν τινῶν ἀνειλκυσμένων ἐκράτησεν·
- Στο μεταξύ ο Πεδάριτος με τους μισθοφόρους του και ολόκληρο τον στρατό των Χίων, έκανε επίθεση στο περιτείχισμα των Αθηναίων που προστάτευε τα καράβια, κυρίεψε ένα μέρος του, καθώς και μερικά καράβια που ήσαν στην στεριά,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ἐν τούτῳ δὲ ὁ Πεδάριτος αὐτός τε καὶ τὸ περὶ αὑτὸν ἐπικουρικὸν ἔχων καὶ τοὺς Χίους πανστρατιᾷ προσβαλὼν τῶν Ἀθηναίων τῷ περὶ τὰς ναῦς ἐρύματι αἱρεῖ τέ τι αὐτοῦ καὶ νεῶν τινῶν ἀνειλκυσμένων ἐκράτησεν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 467 (466-467)
- (για τον Άρειο Πάγο) προστασία δικαιωμάτων, ασφάλεια, εγγύηση
- πανοπλία
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 137 (στίχοι 136-138)
- καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο | μίτρης θ᾽, ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων, | ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο·
- και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ᾽ ως την πλάκα | οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σώμα του εφορούσε | κι εξόχως τον προφύλαξεν,
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- καὶ διὰ θώρηκος πολυδαιδάλου ἠρήρειστο | μίτρης θ᾽, ἣν ἐφόρει ἔρυμα χροός, ἕρκος ἀκόντων, | ἥ οἱ πλεῖστον ἔρυτο·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 4 (Δ. Ὁρκίων σύγχυσις. Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις.), στίχ. 137 (στίχοι 136-138)
- άμυνα, η προστασία που προσφέρει το τείχος
- κάθε μέσο που προστατεύει από επιβουλή, παραβίαση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 597 (595-597)
- σῶσαι θέλων | σέ, καὶ τέκνοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμοσπόρους | φῦσαι τυράννους παῖδας, ἔρυμα δώμασιν.
- για να σώσω | εσένα και να χαρίσω στα παιδιά μου βασιλικούς αδελφούς, | που θα βλαστήσουν απ᾽ την ίδια ρίζα και θα ᾽ναι ασπίδα για το σπίτι.
- Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
- σῶσαι θέλων | σέ, καὶ τέκνοισι τοῖς ἐμοῖς ὁμοσπόρους | φῦσαι τυράννους παῖδας, ἔρυμα δώμασιν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 597 (595-597)
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε και τις λέξεις ἐρύω και ἐρύομαι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἔρυμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔρυμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.