Ετυμολογία

επεξεργασία
εν δικαίω < (καθαρεύουσα ) ἐν δικαίῳ (δοτική ενικού του δίκαιον ουδέτερο του δίκαιος) → δείτε τις λέξεις εν και δίκαιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν δικαίω

  • (λόγιο) σε δίκαιο, έχοντας το δίκιο με το μέρος μου
    ⮡  τελώ εν δικαίω (ενεργώ ορθά, νόμιμα)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία