εν ριπή οφθαλμού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εν ριπή οφθαλμού < (καθαρεύουσα ) ἐν, ῥιπῇ (δοτική ενικού του ῥιπή) & ὀφθαλμοῦ (γενική ενικού του ὀφθαλμός) → δείτε τις λέξεις εν, ριπή και οφθαλμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαεν ριπή οφθαλμού (λόγιο)
- (κυριολεκτικά) σε μία ματιά
- (μεταφορικά) πάρα πολύ γρήγορα, σε ελάχιστο χρόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία εν ριπή οφθαλμού
|