εν ριπή οφθαλμού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
εν ριπή οφθαλμού (λόγιο)
- (κυριολεκτικά) σε μία ματιά
- (μεταφορικά) πάρα πολύ γρήγορα, σε ελάχιστο χρόνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εν ριπή οφθαλμού
|