Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν σειρά < (καθαρεύουσα ) ἐν σειρᾷ (δοτική ενικού του σειρά) → δείτε τις λέξεις εν και σειρά • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν σειρά

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία