σειραϊκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σειραϊκός < σειρά + -ικός, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική serial από τη σημασία για τη μουσική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ɾa.iˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίασειραϊκός, -ή, -ό
- που γίνεται με μια σειρά ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (τεχνολογία)
- που χαρακτηρίζει ενέργειες που γίνονται κατά σειρά, όπου η μία ξεκινά όταν έχει ολοκληρωθεί η προηγούμενη
- σειραϊκή θύρα, σειραϊκή σύνδεση, σειραϊκοί αριθμοί
- ≠ αντώνυμα: παράλληλος
- (πληροφορική) η δομή δεδομένων (data structure) που περιέχει συλλογή στοιχείων (ή αντικειμένων) σε συγκεκριμένη σειρά, όπως ο πίνακας (array), η λίστα (list), η πλειάδα (tuple), η συμβολοσειρά (string), κλπ
- σειριακός (σε συχνή προφορική και γραπτή χρήση, αντί του σειραϊκός)
- που χαρακτηρίζει ενέργειες που γίνονται κατά σειρά, όπου η μία ξεκινά όταν έχει ολοκληρωθεί η προηγούμενη
- (μουσική) που δημιουργείται βασισμένη σε συγκεκριμένη σειρά ή διάταξη φθόγγων (ή και ρυθικών ή δυναμικών στοιχείων) της επιλογής του συνθέτη (και όχι σε κάποια γνωστή σειρά φθόγγων της
Συγγενικά
επεξεργασίαμουσικοί όροι
- σειραϊσμός
- σειραϊστής
- → και δείτε τη λέξη σειρά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σειραϊκός
|