σειριακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
σειριακός, ή, ό
- προφορική αλλά συχνά και γραπτή μορφή του σειραϊκός
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ↑ Επεξήγηση από τον Dr. Moshe @translatum, 2007.06.18. για τον σχηματισμό -ιακός αντί του σωστού σειρα‑ικός. πρόσβαση:2014.04.02.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αριθμός
|