Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν όλω < (καθαρεύουσα) ἐν ὅλῳ (δοτική ενικού του ὅλος) → δείτε τις λέξεις εν και όλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν όλω

  • (λόγιο) όλα, συνολικά
    μετά την πυρκαγιά το υλικό βρέθηκε εν όλω κατεστραμμένο

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία