εν όλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εν όλω < (καθαρεύουσα) ἐν ὅλῳ (δοτική ενικού του ὅλος) → δείτε τις λέξεις εν και όλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση επεξεργασία
εν όλω
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εν όλω
|