Ετυμολογία

επεξεργασία
εν όλω < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅλῳ (δοτική ενικού του ὅλος) → δείτε τις λέξεις εν και όλος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση

επεξεργασία

εν όλω

  • (λόγιο) όλα, συνολικά
    ⮡  μετά την πυρκαγιά το υλικό βρέθηκε εν όλω κατεστραμμένο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία