ελλείψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελλείψει < ἐλλείψει, δοτική του ἔλλειψις < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική par manque de < par manque de[1]
Επίρρημα
επεξεργασίαελλείψει
- εξαιτίας της έλλειψης (κάποιου πράγματος)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελλείψει
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ελλείψει - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας