Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εν όπλοις < (καθαρεύουσα ) ἐν ὅπλοις (δοτική πληθυντικού του ὅπλον) → δείτε τις λέξεις εν και όπλο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Έκφραση επεξεργασία

εν όπλοις

  Μεταφράσεις επεξεργασία