↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνοριοφύλακας οι συνοριοφύλακες
      γενική του συνοριοφύλακα των συνοριοφυλάκων
    αιτιατική τον συνοριοφύλακα τους συνοριοφύλακες
     κλητική συνοριοφύλακα συνοριοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοριοφύλακας < ελληνιστική κοινή συνόριον[1] / συνορία [2] + -ο- + φύλακας < σύνορον < αρχαία ελληνική σύνορος < σύν + ὅρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοριοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. συνόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. συνορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.