Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνοροφύλακας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συνοροφύλακ
ας
οι
συνοροφύλακ
ες
γενική
του
συνοροφύλακ
α
των
συνοροφυλάκ
ων
αιτιατική
τον
συνοροφύλακ
α
τους
συνοροφύλακ
ες
κλητική
συνοροφύλακ
α
συνοροφύλακ
ες
Κατηγορία
όπως «
φύλακας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνοροφύλακας
<
σύνορ(ο)
+
-ο-
+
-φύλακας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνοροφύλακας
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
)
άλλη μορφή
του
συνοριοφύλακας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνοροφύλακας
→
δείτε
τη λέξη
συνοριοφύλακας