Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοριοφυλακή οι συνοριοφυλακές
      γενική της συνοριοφυλακής των συνοριοφυλακών
    αιτιατική τη συνοριοφυλακή τις συνοριοφυλακές
     κλητική συνοριοφυλακή συνοριοφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοριοφυλακή < ελληνιστική κοινή συνόριον[1] / συνορία [2] + -ο- + φυλακή < σύνορον < αρχαία ελληνική σύνορος < σύν + ὅρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.no.ɾi.o.fi.laˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νο‐ρι‐ο‐φυ‐λα‐κή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοριοφυλακή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνόριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. συνορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.