↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοροφυλακή οι συνοροφυλακές
      γενική της συνοροφυλακής των συνοροφυλακών
    αιτιατική τη συνοροφυλακή τις συνοροφυλακές
     κλητική συνοροφυλακή συνοροφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοροφυλακή < σύνορ(ο) + -ο- + φυλακή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.no.ɾo.fi.laˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νο‐ρο‐φυ‐λα‐κή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοροφυλακή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr