παρά πρωτοδίκαις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρά πρωτοδίκαις < (καθαρεύουσα ) < παρά πρωτοδίκαις (δοτική πληθυντικού του πρωτοδίκης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση
επεξεργασίαπαρά πρωτοδίκαις (λόγιο)
- (νομικός όρος) χαρακτηρισμός δικηγόρου που ασκεί ένδικα μέσα σε πρωτοδικεία
- (νομικός όρος) το δικαίωμα παράστασης δικηγόρου σε ειρηνοδικεία και πρωτοδικεία
- ↪ δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις (πρώτος βαθμός διάκρισης - εξέλιξης των δικηγόρων)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρά πρωτοδίκαις
|