πρωτοδικείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πρωτοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) τακτικό διοικητικό δικαστήριο πρώτου βαθμού (πρωτοβάθμιο) με μονομελή ή τριμελή σύνθεση
Σημειώσεις επεξεργασία
Ο διαχωρισμός έχει ως εξής: πρωτοδικείο (α' βαθμού διοικητικό δικαστήριο), εφετείο (β' βαθμού δικαστήριο), Συμβούλιο της Επικρατείας με έξι τμήματα πενταμελούς/επταμελούς σύνθεσης ή ολομέλεια (ανώτατο δικαστήριο) και Ελεγκτικό Συνέδριο (ανώτατο δικαστήριο ισόβαθμο του ΣτΕ, αλλά δημοσιονομικού χαρακτήρα)
Συγγενικά επεξεργασία
- πρωτόδικος
- πρωτοδίκης
- πρωτόδικα ή πρωτοδίκως
- → και δείτε τις λέξεις πρώτος και δίκη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτοδικείο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 865, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου