Ετυμολογία

επεξεργασία
πρωτοδίκως (μαρτυρείται από το 1856)[1]< πρωτόδικ(ος) + -ως[2]

  Επίρρημα

επεξεργασία

πρωτοδίκως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 865, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. πρωτόδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας