Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτόδικος η πρωτόδικη το πρωτόδικο
      γενική του πρωτόδικου της πρωτόδικης του πρωτόδικου
    αιτιατική τον πρωτόδικο την πρωτόδικη το πρωτόδικο
     κλητική πρωτόδικε πρωτόδικη πρωτόδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτόδικοι οι πρωτόδικες τα πρωτόδικα
      γενική των πρωτόδικων των πρωτόδικων των πρωτόδικων
    αιτιατική τους πρωτόδικους τις πρωτόδικες τα πρωτόδικα
     κλητική πρωτόδικοι πρωτόδικες πρωτόδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτόδικος (μαρτυρείται από το 1856)[1]< πρωτο- + δίκ(η) + -ος, (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en première instance)

  Επίθετο επεξεργασία

πρωτόδικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 865, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία