πρωτόδικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρωτόδικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πρωτόδικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πρωτόδικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πρωτόδικος
πρωτόδικων