Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοδίκης οι πρωτοδίκες
      γενική του πρωτοδίκη των πρωτοδικών
    αιτιατική τον πρωτοδίκη τους πρωτοδίκες
     κλητική πρωτοδίκη πρωτοδίκες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοδίκης (μαρτυρείται από το 1833) [1] < πρωτοδικείο + -ης, μορφολογικά αναλύεται πρωτο- + -δίκης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοδίκης αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 865, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου