Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρασία οι ακρασίες
      γενική της ακρασίας των ακρασιών
    αιτιατική την ακρασία τις ακρασίες
     κλητική ακρασία ακρασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρασία < αρχαία ελληνική ἀκρασία[1] < ἄκρᾱτος < ἀ- + κεράννυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρασία θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ἀκρᾱσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Πηγές επεξεργασία