αγαθάγγελος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθάγγελος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθάγγελος < ἀγαθός+ ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αγαθ- + -άγγελος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγαθάγγελος αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) αυτός που μεταφέρει καλές ειδήσεις
- άγγελος της λευκής μαγείας
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθάγγελος
|