Δείτε επίσης: Αγαθάγγελος, ἀγαθάγγελος, Ἀγαθάγγελος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγαθάγγελος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθάγγελος < ἀγαθός+ ἄγγελος. Συγχρονικά αναλύεται σε αγαθ- + -άγγελος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγαθάγγελος αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) αυτός που μεταφέρει καλές ειδήσεις
  2. άγγελος της λευκής μαγείας

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία