↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερικάλυπτος η απερικάλυπτη το απερικάλυπτο
      γενική του απερικάλυπτου της απερικάλυπτης του απερικάλυπτου
    αιτιατική τον απερικάλυπτο την απερικάλυπτη το απερικάλυπτο
     κλητική απερικάλυπτε απερικάλυπτη απερικάλυπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερικάλυπτοι οι απερικάλυπτες τα απερικάλυπτα
      γενική των απερικάλυπτων των απερικάλυπτων των απερικάλυπτων
    αιτιατική τους απερικάλυπτους τις απερικάλυπτες τα απερικάλυπτα
     κλητική απερικάλυπτοι απερικάλυπτες απερικάλυπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απερικάλυπτος < ελληνιστική κοινή ἀπερικάλυπτος[1] < αρχαία ελληνική περικαλύπτω < περί + καλύπτω

  Επίθετο

επεξεργασία

απερικάλυπτος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀπερικάλυπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • απερικάλυπτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)