Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποσμήχω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποσμήχω
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀποσμήχω
<
ἀπό
+
αρχαία ελληνική
σμήχω
Ρήμα
επεξεργασία
αποσμήχω
(
αρχαιοπρεπές
)
καθαρίζω
(
ιατρική
)
κάνω
απόσμηξη
Συγγενικά
επεξεργασία
απόσμηξη
/
απόσμηξις
αποσμηκτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποσμήχω
αγγλικά
:
swab
(en)
(2)