απόσμηξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσμηξη | οι | αποσμήξεις |
γενική | της | απόσμηξης* | των | αποσμήξεων |
αιτιατική | την | απόσμηξη | τις | αποσμήξεις |
κλητική | απόσμηξη | αποσμήξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσμήξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόσμηξη < καθαρεύουσα ἀπόσμηξις + -ξη < ελληνιστική κοινή < ἀποσμήχω < ἀπό + αρχαία ελληνική σμήχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόσμηξη θηλυκό