απόσμηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσμηση | οι | αποσμήσεις |
γενική | της | απόσμησης* | των | αποσμήσεων |
αιτιατική | την | απόσμηση | τις | αποσμήσεις |
κλητική | απόσμηση | αποσμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απόσμηση < απο- + (ελληνιστική κοινή) ὄσμησις (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική déodorisation)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπόσμηση θηλυκό
- (λόγιο) η προσπάθεια εξάλειψης των (δυσάρεστων) οσμών καθώς και των αιτιών που τις προκαλούν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη οσμή
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόσμηση