ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόσμηξῐς αἱ ἀποσμήξεις
      γενική τῆς ἀποσμήξεως τῶν ἀποσμήξεων
      δοτική τῇ ἀποσμήξει ταῖς ἀποσμήξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόσμηξῐν τὰς ἀποσμήξεις
     κλητική ! ἀπόσμηξῐ ἀποσμήξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποσμήξει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποσμηξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπόσμηξις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόσμηξις θηλυκό