αργυρολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αργυρολογία < ελληνιστική κοινή ἀργυρολογία < αρχαία ελληνική ἀργυρολόγος < ἀργυρός + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααργυρολογία θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η συγκέντρωση χρημάτων με αναξιοπρέπεια και ιδιοτέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αργυρολογία
|