άπαγε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άπαγε < αρχαία ελληνική ἄπαγε, β’ ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος ἀπάγω
Επίρρημα επεξεργασία
άπαγε
Εκφράσεις επεξεργασία
- άπαγε της βλασφημίας: (αρχαιοπρεπές) μη βλασφημείς
- ※ Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·
τα εικοσιοκτώ μου χρόνια να σβυσθούν.
Είμ' ο Ιγνάτιος […]- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ιγνατίου τάφος, στίχοι 6-8
- ※ Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·