↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλασφημία οι βλασφημίες
      γενική της βλασφημίας των βλασφημιών
    αιτιατική τη βλασφημία τις βλασφημίες
     κλητική βλασφημία βλασφημίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βλασφημία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλασφημία[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vla.sfiˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλα‐σφη‐μί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βλασφημία θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία