βλάσφημος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βλάσφημος < αρχαία ελληνική βλάσφημος (ίσως < βλάπτω + φήμη)
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
βλάσφημος, -η, -ο
- που (εξυ)βρίζει το θείο αλλά και τους ανθρώπους, που χρησιμοποιεί βρισιές ή λέξεις που θεωρούνται χυδαίες
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βλάσφημος