βλαστημιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλαστημιά | οι | βλαστημιές |
γενική | της | βλαστημιάς | των | βλαστημιών |
αιτιατική | τη | βλαστημιά | τις | βλαστημιές |
κλητική | βλαστημιά | βλαστημιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλαστημιά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλαστημιά
|