ελλόγιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαελλόγιμος
- (αρχαιοπρεπές) που διαπρέπει στα γράμματα, ο σοφός, ο λόγιος, ο μορφωμένος
- (αρχαιοπρεπές) ο αξιόλογος, ο διαπρεπής, σημαντικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ελλόγιμος
|