Δείτε επίσης: ἐλλογιμώτατος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλογιμώτατος η ελλογιμώτατη
ελλογιμωτάτη
το ελλογιμώτατο
      γενική του ελλογιμώτατου
ελλογιμωτάτου
της ελλογιμώτατης
ελλογιμωτάτης
του ελλογιμώτατου
ελλογιμωτάτου
    αιτιατική τον ελλογιμώτατο την ελλογιμώτατη
ελλογιμωτάτη
το ελλογιμώτατο
     κλητική ελλογιμώτατε ελλογιμώτατη
ελλογιμωτάτη
ελλογιμώτατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλογιμώτατοι οι ελλογιμώτατες τα ελλογιμώτατα
      γενική των ελλογιμώτατων
ελλογιμωτάτων
των ελλογιμώτατων
ελλογιμωτάτων
των ελλογιμώτατων
ελλογιμωτάτων
    αιτιατική τους ελλογιμώτατους
ελλογιμωτάτους
τις ελλογιμώτατες τα ελλογιμώτατα
     κλητική ελλογιμώτατοι ελλογιμώτατες ελλογιμώτατα
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, όπως στην αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «μέγιστoς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελλογιμώτατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐλλογιμώτατος, υπερθετικός βαθμός του ἐλλόγιμος < ἔλλογος < ἐν + λόγος / λέγω

  Επίθετο

επεξεργασία

ελλογιμώτατος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία