Δείτε επίσης: ἐλλογιμώτατος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελλογιμότατος η ελλογιμότατη το ελλογιμότατο
      γενική του ελλογιμότατου της ελλογιμότατης του ελλογιμότατου
    αιτιατική τον ελλογιμότατο την ελλογιμότατη το ελλογιμότατο
     κλητική ελλογιμότατε ελλογιμότατη ελλογιμότατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελλογιμότατοι οι ελλογιμότατες τα ελλογιμότατα
      γενική των ελλογιμότατων των ελλογιμότατων των ελλογιμότατων
    αιτιατική τους ελλογιμότατους τις ελλογιμότατες τα ελλογιμότατα
     κλητική ελλογιμότατοι ελλογιμότατες ελλογιμότατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελλογιμότατος < ελλόγιμ(ος) + -ότατος < αρχαία ελληνική ἐλλογιμώτατος

  Επίθετο

επεξεργασία

ελλογιμότατος

  1. (αρχαιοπρεπές) υπερθετικός βαθμός του ελλόγιμος
  2. (προσφώνηση) τιμητική προσφώνηση προς επιστήμονα (π.χ. κατά την παρουσίασή του σε κοινό / ομιλία / πρόγραμμα ομιλιών)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία