ελλογιμότατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελλογιμότατος < ελλόγιμ(ος) + -ότατος < αρχαία ελληνική ἐλλογιμώτατος
Επίθετο
επεξεργασίαελλογιμότατος
- (αρχαιοπρεπές) υπερθετικός βαθμός του ελλόγιμος
- (προσφώνηση) τιμητική προσφώνηση προς επιστήμονα (π.χ. κατά την παρουσίασή του σε κοινό / ομιλία / πρόγραμμα ομιλιών)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ελλογιμώτατος (παλαιά γραφή)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελλογιμότατος
|