εγκαλλώπισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαλλώπισμα < ελληνιστική κοινή ἐγκαλλώπισμα < ἐγκαλλωπίζομαι[1] < ἐν + κάλλος + ὤψ (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ-)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eŋ.ɡaˈlo.pi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκαλ‐λώ‐πι‐σμα
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐καλ‐λώ‐πι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεγκαλλώπισμα ουδέτερο
- (αρχαιοπρεπές) το αποτέλεσμα του ἐγκαλλωπίζω
- κάτι για το οποίο κάποιος καμαρώνει και υπερηφανεύεται, καύχημα, αγλάισμα ή καμάρι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εγκαλλώπισμα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)