Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διακοπείς η διακοπείσα το διακοπέν
      γενική του διακοπέντος της διακοπείσας
διακοπείσης*
του διακοπέντος
    αιτιατική τον διακοπέντα τη διακοπείσα το διακοπέν
     κλητική διακοπείς διακοπείσα διακοπέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διακοπέντες οι διακοπείσες τα διακοπέντα
      γενική των διακοπέντων των διακοπεισών των διακοπέντων
    αιτιατική τους διακοπέντες τις διακοπείσες τα διακοπέντα
     κλητική διακοπέντες διακοπείσες διακοπέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «παρευρεθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
διακοπείς < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διακόπτω

διακοπείς, -είσα, έν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
διακοπείς: ρηματικός τύπος, εξαρτημένος

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διακοπείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διακόπτομαι
  2. θα διακοπείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διακόπτομαι



ζητούμενο λήμμα