Δείτε επίσης: ἀνίπταμαι

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανίπταμαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνίπταμαι[1][2] Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + ίπταμαι

ανίπταμαι, π.πρτ.: ανιπτάμην, π.αόρ.: (αποθετικό ρήμα και ελλειπτικό)

λείπει η κλίση

  • ανίπτασαι, ανίπταται, ανιπτάμεθα, ανίπτασθε, ανίπτανται
  • Εύχρηστοι τύποι του ρήματος υπάρχουν μόνο στον ενεστώτα, στον αρχαιότροπο παρατατικό (ανιπτάμην ἀνιπτάμην, ανίπτασο, ...)
  • και μετοχή παθητικού ενεστώτα (ανιπτάμενος)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ανίπταμαι -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .